- εχθροπραξία
- η1. εχθρική πράξη ή ενέργεια2. πληθ. οι εχθροπραξίεςένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, κοινο-πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.